Breaking News

Οικονόμου: «Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει την ελληνική κοινωνία ότι η υπόθεση Λιγνάδη έχει πολιτικές διαστάσεις» (video+photo)

Διαφήμιση - Advertisement
Διαφήμιση - Advertisement
Κατά την ενημέρωση (Τρίτη, 19/7) των πολιτικών συντακτών και των ανταποκριτών ξένου Τύπου, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου αναφέρθηκε στη συντριβή του Antonov στην Καβάλα, στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας, στην κλιματική κρίση και στο Power Pass, ενώ τόνισε στη συνέχεια για την υπόθεση Λιγνάδη:

«Θα ήθελα να τοποθετηθώ για την υπόθεση Λιγνάδη, καθώς, μετά την ανακοίνωση της απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, το ζήτημα απασχολεί έντονα την κοινωνία και ταυτόχρονα γίνεται απόπειρα στυγνής πολιτικής εκμετάλλευσης.  Η κοινωνία αναρωτιέται πως είναι δυνατόν κάποιος που  προφυλακίζεται ως κατηγορούμενος για βιaσμό, όταν καταδικάζεται  για βιaσμό  να αφήνεται ελεύθερος. Ο προβληματισμός και οι απορίες της κοινωνίας είναι εύλογοι. Από αυτό το σημείο όμως μέχρι του να γίνεται απόπειρα απαξίωσης της Δικαιοσύνης, στυγνής πολιτικής εκμετάλλευσης του ζητήματος και ακόμα χειρότερα χυδαiας ταύτισης του ενόχου με την Kυβέρνηση και την εξουσία υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση. Το πρώτο, ο προβληματισμός, τα ερωτηματικά της κοινωνίας, μπορεί κανείς να τα καταλάβει  γιατί οι πολίτες δεν είναι δικαστές και επίσης δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν το πλαίσιο βάσει του οποίου οι λειτουργούν και κρίνουν οι δικαστές.  Το άλλο  όμως συνιστά μια βαθειά αντιδημοκρατική και χυδαiα συμπεριφορά.

Η υπόθεση αυτή έχει 3 διαστάσεις. Αρχικά, η υπόθεση έχει πρωτίστως δικαστική διάσταση. Η αστυνομία έκανε την αρχική έρευνα, οι δικαστικές Αρχές ανέλαβαν τη διερεύνηση των στοιχείων και το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο για δύο βιaσμούς αvηλίκωv. Παράλληλα του χορήγησε αναστολή μέχρι την έφεση υπό όρους, με αποτέλεσμα την αποφυλάκισή του. Η Δικαιοσύνη αποφάσισε βάσει του Ποινικού Κώδικα του νόμου 3904/2010 που ίσχυε και επί ημερών της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αν η Δικαιοσύνη είχε τη δυνατότητα να κρίνει την υπόθεση βάσει των αλλαγών που έγιναν στον Ποινικό Κώδικα από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τον Νοέμβριο του 2021, η ποινή που θα επιβαλλόταν θα ήταν ισόβια και άρα δεν θα υπήρχε η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης και συνεπώς η αποφυλάκιση.

Για να γίνω απόλυτα σαφής: Πριν από την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα, τον Ιούνιο του 2019 από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το αδίκημα του βιaσμού τιμωρείτο στην βασική του μορφή με ποινή κάθειρξης, δηλαδή με ποινή από 5-20 έτη. Με την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούνιο του 2019 -λίγες μέρες πριν από τις εκλογές- και ισχύει από 1/07/2019, το αδίκημα του βιaσμού στην βασική του μορφή τιμωρείτο με ποινή από 5-15 έτη. Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τροποποίησε δύο φορές τον Ποινικό Κώδικα και μετά την οριστική τροποποίηση από το Νοέμβριο δηλαδή του 2021 και μετά στην περίπτωση του ομαδικού βιaσμού και του βιaσμού που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του θύματος η προβλεπόμενη ποινή είναι η ισόβια κάθειρξη. Επιπλέον η παρούσα Κυβέρνηση για πρώτη φορά -με εκείνο το νόμο, με εκείνη την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα-  προέβλεψε και τυποποίησε ρητά τον βιaσμό σε βάρος αvηλίκoυ με προβλεπόμενη ποινή αποκλειστικά την ισόβια κάθειρξη. Ως προς τη δικαστική διάσταση της υπόθεσης λοιπόν τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Αν η υπόθεση αυτή δικαζόταν με τον Ποινικό Κώδικα που νομοθέτησε η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας η ποινή θα ήταν ισόβια και δεν θα υπήρχε η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης και άρα αποφυλάκισης.

Η δεύτερη διάσταση του ζητήματος είναι θεσμική. Στην Ελλάδα, το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει την διάκριση των εξουσιών και ορίζει ότι η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Οι δικαστές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους και απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. Η νομοθετική εξουσία είναι διακριτή και ασκείται από τη Βουλή των Ελλήνων, η οποία ψηφίζει τους νόμους. Συνεπώς, αν θέλουμε να έχουμε μια δημοκρατική και φιλελεύθερη Πολιτεία, οφείλουμε να σεβόμαστε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και να την προστατεύουμε. Γιατί ο δημοκράτης σκέφτεται μόνο τη Δικαιοσύνη, ενώ ο εχθρός της Δημοκρατίας σκέφτεται μόνο τα συμφέροντά του, κομματικά ή προσωπικά. Ο δημοκράτης είναι υπέρ της Δικαιοσύνης, άσχετα αν οι αποφάσεις είναι  υπέρ ή κατά των απόψεών του. Γιατί η  Δικαιοσύνη κάνει τη Δημοκρατία πιο δυνατή. Δυστυχώς, αυτά τα στοιχειώδη, αλλά και ταυτόχρονα τόσο σπουδαία, αυτά για τα οποία αγωνίστηκαν γενεές και γενεές ανθρώπων, έρχεται σήμερα να τα αμφισβητήσει -όχι για πρώτη φορά- έργω και λόγω κοινοβουλευτικό κόμμα, και μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Και τα αμφισβητεί  ευθέως, μέσω τοποθετήσεων του Αρχηγού και στελεχών του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί απέναντι στη Δικαιοσύνη έχει μια στάση  α λα καρτ. Λειτουργεί αντιθεσμικά και καιροσκοπικά: Επαινεί την ελληνική Δικαιοσύνη όταν θεωρεί ότι  οι αποφάσεις της εξυπηρετούν τα κομματικά του συμφέροντα. Για παράδειγμα οι δηλώσεις του κ. Τσίπρα 2/07/2022 για το βούλευμα της παραπομπής του κ. Παπαγγελόπουλου. Η δήλωση την ίδια μέρα για το ίδιο θέμα βουλευτών που συμμετείχαν στην Εξεταστική Επιτροπή  του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ για την  αθώωση της κυρίας Δούρου για την  Μάνδρα στις 16/6/2022. Βάλλει όμως εναντίον της Δικαιοσύνης  και των λειτουργών της όταν οι αποφάσεις τους δεν είναι σύμφωνες με τις πολιτικές του επιδιώξεις. Όπως η ανακοίνωση  για την άσκηση έφεσης απέναντι στην απόφαση για την κυρία Δούρου στις 12/7/2022 και φυσικά η κατάπτυστη δήλωση του κ. Τσίπρα από την Φωκίδα στις 15 Ιουλίου  ότι «αυτός που έκανε τα πιο ειδεχθή εγκλήματα, βιaσμούς αφέθηκε χθες ελεύθερος γιατί ήταν κολλητός της εξουσίας».

Η τακτική αυτή συνάδει με ολοκληρωτικές αρχές  και μεθοδεύσεις, οι οποίες είναι αντίθετες προς τη Δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να χρησιμοποιήσει την Δικαιοσύνη  ως εργαλείο της πολιτικής του επικράτησης. Την αντιμετωπίζει ως ένα ακόμα «αρμό της εξουσίας», όχι ως πυλώνα της Δημοκρατίας και της ελευθερίας. Ίσως γιατί δεν μπορεί  να συγχωρήσει στην ελληνική Δικαιοσύνη ότι όρθωσε το ανάστημά της και δεν επέτρεψε στην Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, την περίοδο 2015-19, να αλώσει τους θεσμούς, να δηλητηριάσει την πολιτική ζωή και να μετατρέψει την Ελλάδα σε λατινό-αμερικάνικη μπανανία.

Η Κυβέρνηση σέβεται και ενισχύει έμπρακτα και απόλυτα την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τιμώντας παράλληλα το έργο των λειτουργών της. Γιατί έτσι στηρίζουμε τη Δημοκρατία και την ελευθερία στην Πατρίδα μας. Αν πληγεί το Κράτος Δικαίου, αν αμφισβητηθεί η Δικαιοσύνη, αν δώσουμε χώρο σε λαϊκά δικαστήρια και αυτόκλητους εισαγγελείς, τότε θα βρεθούμε ένα βήμα από τον αυταρχισμό και την εκτροπή. Η Κυβέρνηση εγγυάται σε όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες ότι είναι εδώ για να προστατεύει τους θεσμούς και το Πολίτευμα ανυποχώρητα και αποτελεσματικά.

Η τρίτη διάσταση είναι πολιτική και ηθική. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί, άμεσα και έμμεσα, να πείσει την ελληνική κοινωνία ότι η υπόθεση Λιγνάδη έχει πολιτικές διαστάσεις. Αφέθηκε ελεύθερος είπε ο κ. Ταίπρας γιατί είναι κολλητός της εξουσίας. Και έχουν πει και άλλα χειρότερα και εμετικά για θέματα σχετικά με αυτά. Το μόνο πολιτικό ίχνος στην υπόθεση Λιγνάδη είναι η αχρεία απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ να καταστήσει μια ποινική υπόθεση πολιτικό ζήτημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι υποστηρίζει ότι είναι κόμμα της ευρωπαϊκής αριστεράς, υιοθετεί και εφαρμόζει πρακτικές της παγκόσμιας νέο-ακροδεξιάς. Υιοθετεί και διασπείρει θεωρίες συνομωσίας εμπνευσμένες από το QAnon, έναν από τους βασικούς πυλώνες του τραμπισμού. Στοχεύει να δηλητηριάσει τα μυαλά και τα αισθήματα των Ελλήνων για να μπορέσει να δημιουργήσει ένα νέο κίνημα, σαν και εκείνο των Αγανακτισμένων, ώστε να ξαναβρεί το χαμένο του πολιτικό ρόλο.

Αυτή η ανεύθυνη και επικίνδυνη στάση του ΣΥΡΙΖΑ έχει σαφείς επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία, η οποία ορθά έχει αυξημένο ενδιαφέρον και ευαισθησία για τέτοια ζητήματα. Η Κυβέρνηση κατανοεί και σέβεται απόλυτα τις ανησυχίες αυτές των πολιτών. Έχουμε παιδιά και ανθρώπους που αγαπάμε και είναι αδιανόητο έστω και  να συζητά  κανείς ότι θα δείχναμε  την παραμικρή όχι στήριξη, αλλά  ανοχή, απέναντι σε ενόχους για τέτοιου είδους ειδεχθή εγκλήματα. Όπως είναι και αδιανόητο για εμάς να επιλέγαμε ποτέ να αντιμετωπίσουμε τους πολιτικούς μας αντιπάλους με τέτοιους τρόπους και με τέτοιους όρους.

Η στάση μας απέναντι στα εγκλήματα αυτά είναι καθαρή, απόλυτη και κρυστάλλινη. Είναι καθαρή και απόλυτη, ανεξαρτήτως αν ο ένοχος βιaσμού ή κακοποιητικής συμπεριφοράς  είναι σκηνοθέτης, ντράμερ, παρουσιαστής σατυρικής εκπομπής, αλλοδαπός ή Έλληνας, επώνυμος ή ανώνυμος. Και αυτή πρέπει να είναι η στάση όλων. Γιατί δεν είναι θέμα πολιτικής ή ιδεολογίας. Είναι θέμα ανθρωπιάς. Και σε αυτή μας τη στάση δεν μείναμε στα λόγια. Από την πρώτη στιγμή ανάληψης των καθηκόντων μας παλέψαμε να σπάσει το απόστημα της κακοποίησης, της ενδοοικογενειακής βίας, των καταπατήσεων ή υστερήσεων σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και πετύχαμε πολλά, τραβώντας το παραπέτασμα σιωπής που είχε υψωθεί επί δεκαετίες. Πάντοτε όμως με σεβασμό στη Δικαιοσύνη, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στις διεθνείς συμβάσεις. Γιατί ο άλλος δρόμος, του φτηνού εντυπωσιασμού, της ρωμαϊκής αρένας και των λαϊκών δικαστηρίων και ιδίως της χuδαιότητας είναι δρόμος αδιέξοδος και οδηγεί την κοινωνία και τη Δημοκρατία σε βαθύ γκρεμό.

Σε καιρούς χαλεπούς, σαν και αυτούς που βιώνουμε χρειάζεται  ενότητα, σύνεση, μετριοπάθεια, ψυχραιμία και εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Και απέναντι στην πρωτοφανή χuδαιότητα που αντιμετωπίζουμε, αυτός θα είναι ο δικός μας δρόμος».

Ερώτηση Μην. Κωνσταντίνου: Για την καταδίκη Λιγνάδη. Δύο συνθήματα που ακούγονται σήμερα σε θέατρα σε όλη τη χώρα, «βιaστής είναι» και «οι βιaστές ανήκουν στη φυλακή». Η κυρία Μενδώνη αποχώρησε, πριν από λίγες ημέρες, από ένα θέατρο, επειδή θα ακουγόταν ένα σχετικό κείμενο. Θεωρείτε, με αυτά που είπατε σήμερα, πως τελικά οι αντιδράσεις υποκινούνται από την πλευρά της Αντιπολίτευσης ή βλέπετε τη σχετική ανησυχία της κοινωνίας; Και ένα δεύτερο ερώτημα: Δεδομένης της πολιτικής απόφασης που προηγήθηκε για το διορισμό του κ. Λιγνάδη στο Εθνικό Θέατρο, δεν αρκεί η πρωτόδικη καταδίκη για να υπάρξει, από πλευράς σας, μια ανάληψη πολιτικής ευθύνης;

Γιάννης Οικονόμου: «Σε ό,τι αφορά στο ζήτημα του κ. Λιγνάδη, αναφέρθηκα στην εισαγωγική μου τοποθέτηση. Εκείνο που είναι σημαντικό σε ό,τι αφορά στην πολιτική διάσταση, είναι η άθλια προσπάθεια που γίνεται από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, προκειμένου να αποδοθεί η απόφαση της Δικαιοσύνης για τον κ. Λιγνάδη σε σχέση με την εξουσία και εν προκειμένω με την Κυβέρνηση. Αυτό είναι κάτι που δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο. Είναι μια στυγνή προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης μιας δικαστικής και ποινικής υπόθεσης. Είναι μια προσπάθεια, η οποία πλήττει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Είναι ανευθυνότητα, είναι λαϊκισμός, είναι δημαγωγία. Η προσπάθεια αυτή έρχεται να προστεθεί σε άλλες χuδαιότητες από την πλευρά της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. 

Από εκεί και πέρα, είπα ότι προφανώς οι πολίτες δεν κατανοούν πώς κάποιος που προφυλακίζεται για βιaσμό και όταν καταδικαστεί για βιaσμό, αποφυλακίζεται. Οι πολίτες, όμως, δεν είναι δικαστές. Δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Δικαιοσύνη κινείται και αποφασίζει. Οι πολιτικοί, όμως, οφείλουν να είναι πιο υπεύθυνοι, πιο εγκρατείς, πιο ειλικρινείς απέναντι σε αυτά τα πράγματα, ιδίως όταν έχουν διαχειριστεί τον Ποινικό Κώδικα και το θεσμικό πλαίσιο, βάσει του οποίου βρίσκεται σήμερα εκτός φυλακής ο κ. Λιγνάδης. Δεν τον άλλαξαν επί των ημερών τους. Ήξεραν την ισχύ του. Γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν ότι εάν η Δικαιοσύνη δίκαζε τον κ. Λιγνάδη με αυτό που ισχύει σήμερα και που νομοθέτησε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η ποινή θα ήταν ισόβια. Εάν δικαζόταν ο κ. Λιγνάδης με το νόμο του Μητσοτάκη, δεν θα υπήρχε αποφυλάκιση, δεν θα υπήρχε αναστολή εκτέλεσης της ποινής. Αυτά οι πολιτικοί οφείλουν να τα λένε θαρραλέα, καθαρά και να μην κάνουν προσπάθειες στυγνής εκμετάλλευσης της υπόθεσης αυτής. Από εκεί και ύστερα, η Δικαιοσύνη έκανε τη δουλειά της, όταν οι καταγγελίες ήρθαν στο φως για τον κ. Λιγνάδη και ακολουθήθηκε η διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί, με τα αποτελέσματα που έχουμε τώρα».