Breaking News

Οικονόμου: «Αναδείχθηκε η υποκρισία, αλλά και η βαθιά περιφρόνηση κάποιων προς τους θεσμούς της ελληνικής δημοκρατίας» (video+photo)

Διαφήμιση - Advertisement
Διαφήμιση - Advertisement
Σ
τη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο Γιάννης Οικονόμου, στη σημερινή (25/8) ενημέρωση των πολιτικών συντακτών και των ανταποκριτών ξένου Τύπου. Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος δήλωσε:

«Η Κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή που περιήλθε σε γνώση της το ζήτημα της νόμιμης επισύνδεσης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη, δεσμεύτηκε ότι θα προχωρήσει στη διερεύνηση και διαλεύκανση της υπόθεσης, στο πλαίσιο που ορίζουν οι σχετικοί νόμοι, με απόλυτο σεβασμό στη θεσμικότητα των διαδικασιών, μιας και πρόκειται για ένα θέμα ευαίσθητο, τόσο εθνικά όσο και πολιτικά.

Η Αντιπολίτευση όλο το διάστημα που μεσολάβησε, δεν έπαψε να κόπτεται για τη Δημοκρατία και τους θεσμούς. Χθες, όμως, στη διάρκεια της συνεδρίασης της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου, αναδείχθηκε περίτρανα η υποκρισία, αλλά και η βαθιά περιφρόνηση κάποιων προς τους θεσμούς της ελληνικής δημοκρατίας.

Ειδικότερα, η Βουλή, μέσω προβλεπόμενων θεσμικών διαδικασιών ανέλαβε, πέραν της Δικαιοσύνης, ένα πολύ σοβαρό κομμάτι του ελέγχου της υπόθεσης. Βάσει του Κανονισμού της Βουλής οι συζητήσεις για την ΕΥΠ είναι απόρρητες και όσοι λαμβάνουν μέρος σε αυτές, δεσμεύονται να τηρούν το απόρρητο και μετά τη λήξη της θητείας τους.

Παρά ταύτα, όπως γνωστοποίησε επισήμως ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Τασούλας, διαπιστώθηκε ότι η χθεσινή συνεδρίαση, παρά τον αυστηρά απόρρητο χαρακτήρα της, μεταδιδόταν, κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της επιλεκτικά σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης με αποτέλεσμα να παραβιασθεί το απόρρητό της, δίνοντας την εντύπωση πως η επίκληση των θεσμικών διαδικασιών είναι εντελώς προσχηματική και το μόνο που ενδιαφέρει τελικά είναι η αναπάντητη, άρα και ανεξέλεγκτη, δημοσιότητα, λόγω ακριβώς και του γεγονότος ότι οι υπεύθυνοι και επώνυμοι θεσμικοί φορείς αδυνατούν να απαντούν, χωρίς να διαπράξουν αδίκημα.

Επιπλέον, οι επιλεκτικές διαρροές σε φιλικά προς την Αξιωματική Αντιπολίτευση, Μέσα Ενημέρωσης, δημιουργούν ένα δόλιο αφήγημα, το οποίο δεν μπορεί να απαντηθεί επί της ουσίας από όποιον σέβεται τους θεσμούς της Δημοκρατίας, καθώς κάτι τέτοιο αντιβαίνει στις νόμιμες διαδικασίες.

Φαίνεται ότι κάποιοι, που παριστάνουν τους θεματοφύλακες της Δημοκρατίας και της νομιμότητας, δεν χάνουν την ευκαιρία να πλήττουν βάναυσα τους κορυφαίους θεσμούς του Πολιτεύματός μας, προκειμένου να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη, να ζημιώσουν το εθνικό συμφέρον, και να αποκομίσουν πρόσκαιρα κομματικά οφέλη.

Η Κυβέρνησή μας θα πράξει ό,τι είναι θεσμικά επιτρεπτό, ώστε να προφυλάξει τις διαδικασίες και να προστατεύσει το Πολίτευμα, αλλά και την αξιοπιστία του Κράτους μας. Όποιος πραγματικά ενδιαφέρεται για να μάθει τι πραγματικά συνέβη, για να δει την σε βάθος διερεύνηση της υπόθεσης του κ. Ανδρουλάκη οφείλει πρώτα και πάνω από όλα να θωρακίσει και να περιφρουρήσει τις διαδικασίες και τους θεσμούς. Όσοι δεν το πράξουν, προφανώς δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια και τους θεσμούς.  Η Κυβέρνηση, με αίσθημα ευθύνης, είναι  αποφασισμένη να αντισταθεί και να ματαιώσει τα σχέδια ανωμαλίας που απεργάζονται διάφοροι.

Η άποψη κανενός, σε μια ανοιχτή και φιλελεύθερη κοινωνία, δεν μπορεί να μένει στο απυρόβλητο και κανείς μας δεν έχει το παπικό αλάθητο.

Με αφορμή τη συζήτηση που αναπτύχθηκε χθες, εξαιτίας δημοσιεύματος στη στήλη «Brussels Playbook» του Politico, αλλά και αντίστοιχες περιπτώσεις, θέλω να προβώ σε ορισμένες διαπιστώσεις και διευκρινήσεις.

Στα δημοκρατικά και φιλελεύθερα κράτη, όπως είναι η Ελλάδα, η ελευθερία του Τύπου είναι κατοχυρωμένη συνταγματικά και είναι απόλυτα σεβαστή. Στο Σύνταγμά μας δίνονται τα μέγιστα δυνατά περιθώρια στην ελευθερία του Τύπου, ώστε οι λειτουργοί του να ελέγχουν την εξουσία και να ενημερώνουν την κοινή γνώμη. Είναι σαφές ότι χωρίς τον Τύπο, η σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει. Και αυτό εκτός από συνταγματική επιταγή είναι και θεμελιώδης και διαχρονική αρχή και για την παρατάξη μας, την ελληνική φιλελεύθερη κεντροδεξιά.  Η λειτουργία του Τύπου είναι σχεδόν απροϋπόθετη εκ μέρους της Πολιτείας, για να μην αφήνεται κανένα παράθυρο στη λογοκρισία, αλλά ταυτόχρονα γίνεται με προϋποθέσεις που θέτει ο ίδιος ο κώδικας δημοσιογραφικής δεοντολογίας, τον οποίο οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι οφείλουν να σέβονται, ώστε να προστατεύουν το λειτούργημά τους, αλλά και τη Δημοκρατία μας.

Μια από τις βασικότερες εισφορές του Τύπου στο πολίτευμα είναι η προαγωγή του δημοσίου διαλόγου. Η ειδησεογραφία θέτει το πλαίσιο και η ερμηνευτική δημοσιογραφία, με την έκφραση γνώμης, προωθεί την πεμπτουσία της Δημοκρατίας: το λόγο και τον αντίλογο. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει για τον κομβικό ρόλο του δημοσίου διαλόγου στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Στο διάλογο αυτό εμπλέκονται όλοι: πολιτικοί, δημοσιογράφοι και πολίτες. Ανοιχτά, ελεύθερα, ανυπόκριτα, αλλά παράλληλα με σεβασμό στις αρχές του διαλόγου. Ο δημόσιος διάλογος προϋποθέτει τη διαφωνία, την ποικιλία, αλλά και την ετερότητα. Πάντοτε, όμως, με σεβασμό σε ένα πλαίσιο αρχών. Όσο πιο έντονος και πλούσιος είναι ο διάλογος μέσω επιχειρημάτων, μέσω θέσεων και αντιθέσεων, τόσο πλουσιότερη και ανθηρή είναι μια Δημοκρατία. Με τη θέση, την αντίθεση και τη σύνθεση προχωράμε προς νέες αλήθειες, αλλάζουμε, εξελισσόμαστε, ωριμάζουμε, γινόμαστε πολύ καλύτεροι.

Στο δημόσιο διάλογο ορισμένοι, λόγω θέσης, έχουν προνόμια. Αυτοί είναι πρωτίστως οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι. Αυτή η πραγματικότητα όμως δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως προνόμιο, αλλά πρωτίστως ως ευθύνη. Οι πολιτικοί οφείλουν να σέβονται τον Τύπο και να υπερασπίζονται την ελευθερία του, ακόμα κι όταν η κριτική που τους γίνεται είναι πάρα πολύ σκληρή, πάρα πολύ αυστηρή. Αυστηρή μεν,  τεκμηριωμένη δε. Το ίδιο όμως υποχρεούνται να δεχθούν και οι δημοσιογράφοι: ότι και οι δικές τους θέσεις θα γίνουν αντικείμενο αυστηρής κριτικής, όταν υπάρχουν ανακρίβειες στην έκθεση των γεγονότων. Επιπλέον, ο πολιτικός, ως θεσμικό πρόσωπο, έχει κάθε δικαίωμα να αντιπαρατίθεται με τους δημοσιογράφους στις εκτιμήσεις, στο σχολιασμό, στην ερμηνεία των γεγονότων. Η άποψη κανενός, σε μια ανοιχτή και φιλελεύθερη κοινωνία, δεν μπορεί να μένει στο απυρόβλητο και κανείς μας δεν έχει το παπικό αλάθητο. Μάλιστα, όσο πιο σκληρός και εντατικός είναι ο διάλογος δημοσιογράφων και πολιτικών, τόσο ισχυρότερη γίνεται η Δημοκρατία και οι πολίτες βγαίνουν πλέον ωφελημένοι. Ορθοδοξίες και μονολιθικότητα δεν ταιριάζουν σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη Δημοκρατία και εξάλλου δεν είναι συμβατές και με τη δική μας παράδοση. Όποιος μελετά την αρχαιοελληνική γραμματεία μπορεί να δει πόσο οξύς ήταν ο διάλογος μεταξύ πολιτικών και ποιητών, οι οποίοι ήταν οι οιονεί δημοσιογράφοι της εποχής.

Τα ανέφερα όλα αυτά γιατί χθες, στη στήλη «Brussels Playbook» του Politico δημοσιεύτηκε ένα ρεπορτάζ, στο οποίο εμπεριέχονταν ανακρίβειες ως προς τα γεγονότα και ταυτόχρονα κρίσεις που εμφανίζονταν ως γεγονότα πέραν αμφισβήτησης. Η Κυβέρνηση, ως όφειλε και δικαιούται, αντέδρασε τόσο με δημόσια ανακοίνωση, όσο και με επιστολή που απέστειλε στο Politico, στην οποία εξέθετε αναλυτικά και τεκμηριωμένα τις ενστάσεις και τις θέσεις της.

Το Politico, σήμερα, αφού υποθέτω μελέτησε τις θέσεις μας, προβαίνει σε μερική ανασκευή του χθεσινού δημοσιεύματος, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι ενστάσεις μας ήταν βάσιμες. Αν δεν ήταν, θα είχαν απορριφθεί εν συνόλω.

Συγκεκριμένα:

1. Στο χθεσινό δημοσίευμα αναφερόταν  στην παραίτηση του διοικητή της ΕΥΠ για «παράνομες παρακολουθήσεις του Ν. Ανδρουλάκη, (βουλευτών και δημοσιογράφων)».

Σήμερα ανακαλεί διευκρινίζοντας ότι η παραίτηση του πρώην διοικητή της ΕΥΠ και του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού συνδέονται με «νόμιμη παρακολούθηση» (του Ν. Ανδρουλάκη) που η Αθήνα χαρακτήρισε λανθασμένη.

Η παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, γράφει το Politico, «διενεργήθηκε νομίμως από την ΕΥΠ».

2. Μετά την επιλεκτική διαρροή σημείων της απάντησης της 2ας Αυγούστου του Έλληνα Μόνιμου Αντιπροσώπου στην Κομισιόν μέσω της οποίας χθες το Playbook παρουσίαζε μια εντελώς στρεβλή αντίληψη του γράμματος και του πνεύματος της επιστολής, αποσιωπώντας το περιεχόμενό της που αφορούσε την ουσία και όχι τις εντυπώσεις, σήμερα αναφέρεται στη δημοσιοποίηση από την κυβέρνηση του συνόλου της επιστολής. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η κυβέρνηση αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε σχέση με το λογισμικό Predator και λέει ότι παραμένει στη διάθεση της Επιτροπής για τον έλεγχο και την εξακρίβωση των στοιχείων».

Αυτό, αφού χθες, η ίδια στήλη του Politico, προχωρούσε με βάση την επιλεκτική διαρροή σημείων σε ένα αυθαίρετο συμπέρασμα που δεν προκύπτει από την επιστολή ότι η Αθήνα περίπου ένιψε τας χείρας της και χρεώνει τα πάντα σε όσα γράφουν διάφορα Μέσα Ενημέρωσης.

3. Χθες - και όλο το προηγούμενο διάστημα - το Politico θόλωσε τη γραμμή ανάμεσα σε δύο διαφορετικές υποθέσεις: τα κακόβουλα λογισμικά και τις νόμιμες παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας. Σήμερα παρουσιάζει καθαρά τη θέση μας ότι η Κυβέρνηση αρνείται κάθε εμπλοκή με τα Predator και όλα τα υπόλοιπα τα κακόβουλα λογισμικά.

Αυτό, θεωρούμε, ότι είναι απολύτως εντός του πλαισίου της Δημοκρατίας και αποπνέει υγεία, η οποία είναι χρήσιμη για πολίτες, πολιτικούς και δημοσιογράφους. Στην αντιπαράθεση απόψεων, όταν αυτή γίνεται εντός των ορίων του Συντάγματος και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, δεν υπάρχουν κερδισμένοι και ηττημένοι. Μόνος κερδισμένος είναι το Πολίτευμα. Κανείς δεν κατέχει, ούτε πρόκειται να κατέχει, την απόλυτη αλήθεια, σε καμία έκφανση της ζωής, ούτε καν στην επιστήμη. Με το δημόσιο διάλογο προσπαθούμε απλά να μειώσουμε την άγνοια και το ψέμα και να πλησιάσουμε λίγο περισσότερο, βήμα το βήμα, σε μια ακριβέστερη θέαση των πραγμάτων, σε όλο και περισσότερη αλήθεια.

Όσοι καθ’ υπερβολή αναπέμπουν μύδρους ενάντια στην Κυβέρνηση επειδή τόλμησε να αμφισβητήσει ένα δημοσίευμα, αλήθεια τι έχουν να πουν σήμερα, που το ίδιο το Politico έσπευσε να ανασκευάσει όσα χθες δημοσίευε. Από πού και ως που αυτό αποτελεί σκοταδισμό και απειλεί την ελευθερία του Τύπου. Η ελευθερία του Τύπου δεν απειλείται από το διάλογο και τη δημόσια αντιπαράθεση, από την πολυφωνία. Απειλείται αντίθετα, ανάμεσα σε άλλα, από τη μονολιθικότητα και τη σιωπή.

Τέλος σε σχέση με την χθεσινή αναφορά μου, στη δήλωσή μου, στην κυρία Σταμούλη, οφείλω να πω ότι ελέχθη καθ’ υπερβολή και θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί παρά το  γεγονός ότι εδώ και αρκετό καιρό δεν διαχωρίζει στα κείμενά της τις προσωπικές της εκτιμήσεις, τις οποίες και προφανώς δικαιούται να έχει από γεγονότα που αρκετές φορές όπως αναδεικνύεται είναι ανακριβή, όπως συνέβη και πρόσφατα».